- στρωματόδεσμον
- τὸ, Αδερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος*.[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρωματόδεσμον — a leathern neut nom/voc/acc sg στρωματόδεσμος a leathern masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματοδέσμου — στρωματόδεσμον a leathern neut gen sg στρωματόδεσμος a leathern masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματοδέσμων — στρωματόδεσμον a leathern neut gen pl στρωματόδεσμος a leathern masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματοδέσμῳ — στρωματόδεσμον a leathern neut dat sg στρωματόδεσμος a leathern masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματόδεσμα — στρωματόδεσμον a leathern neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ковёр Клеопатры — Ж. Л. Жером. «Цезарь и Клеопатра», 1866 Ковёр Клеопатры литературный и визуальный образ, связанный с эпизодом жизни знаменитой царицы Клеопатры и Юлия Цезаря. Это история знакомства двух будущих знаменитых любовников: когда Цезарь … Википедия
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
στρωματόδεσμος — ὁ, Α στρωματόδεσμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + δεσμός] … Dictionary of Greek